- εξανδραπόδιση
- και ανδραπόδιση, η (Α ἐξανδραπόδισις) [εξανδραποδίζω]το να καθιστά κανείς κάποιον δούλο, η πώληση ενός ατόμου ως δούλου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξανδραπόδιση — η ο εξανδραποδισμός (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξανδραποδισμός — και ανδραποδισμός, ο (Α ἐξανδραποδισμός) [εξανδραποδίζω] εξανδραπόδιση … Dictionary of Greek